- προχώννῡμι
- προ-χώννῡμι, davor aufschütten, von einem Flusse, der Schlamm an seiner Mündung ansetzt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πρόχωμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (39 τ. χλμ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, ο Ακροπόταμος (υψόμ. 45 μ.) και ο Καστανάς (υψόμ. 35 μ.). * * * το, ΝΜΑ [προχώννυμι] τεχνητή… … Dictionary of Greek